κήλη

κήλη
κήλη
Grammatical information: f.
Meaning: `tumour; rupture, hernia' (Hp., AP), `hump' (Eup., Arist.);
Dialectal forms: Att. κάλη
Compounds: as 1. member in κηλο-τομία `operation for hernia'; as 2. member in ἐντερο-, σαρκο-κήλη (medic.; Strömberg Wortstudien 69f.).
Derivatives: κηλήτης, Att. καλήτης m. `with hernia' (Str., Gal., Phryn.), (ἐντερο-)-κηλικός (Dsc., Gal.); κάλαμα ὄγκος H. (Chantraine Formation 186f.); denomin. verb καλάζει ὀγκοῦται. Άχαιοί H. On κηλᾶς bird s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [536] *keh₂u(e)l- `tumour, rupture'
Etymology: The difference between Ion. κήλη and Att. κάλη (acc. to gramm. α long) is not explained. `Rückverwandlung' of PAtt. η \> ᾱ cannot be accounted for; diff. ablaut-forms: *κᾱϜ-ελ-ᾱ \> κήλη, *κᾰϜ-ελ-ᾱ \> κάλη (Kretschmer KZ 31, 471f. doubting) is not attractive. Then κάλη must be an unattic term (Björck Alpha impurum 70 doubting); there is no proof. - A remarkable agreement gives a Germanic term for `groin rupture', OWNo. haull m., OE hēala m., OHG hōla f., PGm. *haula(n)-, -ō(n); from Slavic territoy we find with the same meaning Csl. kyla, Russ. kilá, also `knag on a tree', with Lith. kū́las `navel-rupture(?)', kū́la `thickening, swelling, knag'. Al forms mentioned can go back on an l-stem *kāu̯el-, kaul-, kūl- (cf. on ἥλιος). - Pok. 536f., W.-Hofmann s. cūlus, Vasmer Wb. s. kilá.
Page in Frisk: 1,839-840

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήλη — κήλας adjutant masc voc sg κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηλέω charm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κηλέω charm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλῇ — κηλέω charm pres subj mp 2nd sg κηλέω charm pres ind mp 2nd sg κηλέω charm pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • κηλικός — ή, ό [κήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κήλη 2. αυτός που πάσχει από κήλη …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • ηπατοκήλη — η κήλη τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cele (πρβλ. κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… …   Dictionary of Greek

  • κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”